- έμφορος
- ἔμφορος, -ον (AM)1. μσν. επιρρεπής2. αρχ. παραγωγικός, γόνιμος2. αυτός που υπόκειται σε φόρο, που πληρώνει φόρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔμφορος — productive masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμφορον — ἔμφορος productive masc/fem acc sg ἔμφορος productive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμφορα — ἔμφορος productive neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμφοροι — ἔμφορος productive masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματέμφορος — ον Μ πνευματοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, ατος + ἔμφορος (< ἐμφέρω)] … Dictionary of Greek